πίφερο

πίφερο
το, Ν
μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίφερο — το (λ. ιταλ.), ξύλινο πνευστό όργανο, είδος φλάουτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιφιρτζής — ο, Ν μουσ. άτομο που παίζει το πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίφερο + κατάλ. τζής (πρβλ. βιολι τζής)] …   Dictionary of Greek

  • νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”